εικονοστάσιο ή εικονοστάσι

εικονοστάσιο ή εικονοστάσι
Διάφραγμα από γλυπτό ξύλο ή πέτρα που χωρίζει το Άγιο Βήμα από τον υπόλοιπο ναό (βλ. λ. τέμπλο)· το σημείο εκείνο του σπιτιού όπου οι πιστοί τοποθετούν εικόνες αγίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εικονοστάσιο — και εικονοστάσι, το (AM εἰκονοστάσιον) 1. το μέρος τού σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες 2. το διάφραγμα, το χώρισμα μεταξύ τού κυρίως ναού και τού Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων νεοελλ. μικρό κτίσμα στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”